ὀφρύωσις

ὀφρύωσις
ὀφρῠ-ωσις, εως, ,
A rim of socket of thigh-bone, Paul.Aeg.6.118 (in pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οφρύωσις — ὀφρύωσις, ἡ (ΑΜ) [οφρυούμαι] το χείλος τής κοτύλης τού ανώνυμου οστού τής πυέλου, στην οποία διαρθώνεται η κεφαλή τού μηριαίου οστού αρχ. υπεροψία, έπαρση …   Dictionary of Greek

  • ὀφρυώσεις — ὀφρύωσις rim fem nom/voc pl (attic epic) ὀφρύωσις rim fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρυώσεσιν — ὀφρύωσις rim fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφρύωσιν — ὀφρύωσις rim fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”